ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. (ΤΗΣ ΠΟΛΥΣΠΟΡΙΤΙΣΣΑΣ) - 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ.

Κάθε χρόνο, όταν έρχεται ο Νοέμβριος μήνας, ο νους μου γυρίζει πίσω στα παιδικά μου χρόνια στα Κρυονέρια. Είναι αλήθεια ότι τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολα συγκρινόμενα με τα σημερινά, αλλά εμείς δεν το νιώθαμε και ζούσαμε ανέμελα με τις απλές χαρές της εποχής εκείνης.
Το Νοέμβριο στο χωριό τελείωναν οι καλοκαιρινές δουλειές και άνοιγε μια άλλη σελίδα σκληρού αγώνα. Άρχιζε ο μήνας της σποράς.
Το καλαμπόκι είχε μπει πια στο αμπάρι και τα καλοκαιρινά κηπευτικά είχαν φτάσει στο τέλος. Τα κάστανα και τα καρύδια, που ήταν εποχή τους, κι αυτά είχαν συγκεντρωθεί. Οι φθινοπωρινές βροχές είχαν μαλακώσει το χώμα και οι γεωργικές σπορές έπρεπε να τελειώσουν πριν χαλάσει ο καιρός.
Από τα χαράματα σχεδόν, όλοι οι χωριανοί μας που ήταν αγρότες, ετοίμαζαν τα γεωργικά εργαλεία και τους σπόρους (σιτάρι, σίκαλη( βρίζα), βρώμη, φακές κ.ά.) για να είναι έτοιμοι με το φως της ημέρας να φτάσουν στο χωράφι και ν’ αρχίσουν τη δουλειά.
Σχεδόν όλα τα εργατικά χέρια βρίσκονταν σκορπισμένα στα χωράφια. Τότε δεν υπήρχαν γεωργικά μηχανήματα κι όλες οι καλλιεργητικές εργασίες γινόταν άλλες με το αλέτρι, που τραβούσαν τα ζώα, όπου το επέτρεπε το έδαφος και άλλες με το τσαπί, όπου τα εδάφη ήταν δύσκολα.
Ψωμί ποτισμένο πραγματικά με ιδρώτα. Γι’ αυτό οι χωριανοί μας, πριν ξεκινήσουν, γύριζαν προς τον Αι- Γιώργη, έκαναν το σταυρό τους και με τη σιωπηλή προσευχή τους παρακαλούσαν το Θεό να ευλογήσει τους κόπους τους.
Στο χωριό μέναμε εμείς τα παιδιά, που θα πηγαίναμε στο σχολείο- στον Παπαβασίλη- και τα μικρότερα, που τους κρατούσαν συντροφιά και προστασία τα γερόντια.
Για πρωινό, γεμίζαμε τις τσέπες μας βρασμένα κάστανα και τρώγαμε μέχρι το διάλειμμα. Το μεσημέρι θα βρίσκαμε κάτι που μας είχε αφήσει η μάνα μας πριν φύγει.
Όμως την 21η Νοεμβρίου, της Πολυσπορίτισσας όπως τη λέγαμε τη μέρα αυτή, την περιμέναμε με λαχτάρα, γιατί το διαιτολόγιο ήταν διαφορετικό, πλούσιο, εύγευστο και χορταστικό.
Από μέρες, η μάνα και η βάβα ( γιαγιά)- αν υπήρχε- φρόντιζαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σπόρια οσπρίων και δημητριακών, για να τα μαγειρέψουν όλα μαζί την ημέρα αυτή. Φασόλια, ρεβίθια, φακές, σιτάρι, καλαμπόκι, μπιζέλια και ό,τι άλλο μπορούσαν να συγκεντρώσουν οι καλές μαγείρισσες, τα έβραζαν όλα μαζί από το προηγούμενο βράδυ για να είναι έτοιμα το πρωί πριν φύγουν για τη δουλειά. Κάποιες έβαζαν μέσα και μαύρη σταφίδα ή ζάχαρη για να γίνουν πιο γλυκά.
Η νοικοκυρά, το πρώτο πιάτο πολυσπόρια, πριν ξυπνήσουμε εμείς τα παιδιά, το πήγαινε στη βρύση και το έριχνε εκεί στη ροή του νερού κάνοντας ολόθερμη εσωτερική προσευχή και παράκληση να βοηθήσει ο Θεός να ρέουν όλα τα προϊόντα άφθονα, όπως έρεε άφθονο και το νερό της βρύσης. Κάποιο πιάτο θα έδινε και στη γειτόνισσα και σε κάποια που ήξερε πως για διάφορους λόγους δε μπόρεσε να φτιάξει πολυσπόρια.
Για εμάς τα παιδιά, αυτή η μέρα δεν είχε τότε καμιά άλλη σημασία, παρά μόνο ότι ήταν μια μέρα γευστική και χορταστική για τα πεινασμένα μας στομάχια. Τα πολυσπόρια, που γίνονταν μια φορά το χρόνο, έμειναν αξέχαστα σε μας τα παιδιά γιατί ήταν ένα φαγητό άφθονο, χορταστικό ( γιατί οι μανάδες μας το έφτιαχναν σε μεγάλη κατσαρόλα) και με μια διαφορετική γεύση από τα άλλα καθημερινά φαγητά.
Μας έκανε όμως εντύπωση και η πράξη της μάνας μας στη βρύση. Δε μπορούσαμε να καταλάβουμε αυτόν τον άλλο τρόπο εμπράγματης προσευχής των παιδεμένων γονιών μας.
Έπρεπε να περάσουν χρόνια, να συνεργαστούμε με τους γονείς μας στις δύσκολες αγροτικές δουλειές, να ιδρώσουμε μαζί τους, να ακουμπήσουμε σε κάποια πέτρα για λίγη ξεκούραση κι εκεί κοιτάζοντας το φρεσκοσπαρμένο χωράφι να παρακολουθούμε νοερά την εξέλιξη του σπόρου που σπείραμε στη γη και το προσδοκούμενο ευνοϊκό αποτέλεσμα. Θα βοηθήσει άραγε ο Θεός να μην πάνε οι κόποι μας χαμένοι και να έχουμε καλή παραγωγή ή θα μας μείνουν μόνο οι κόποι;
Αργότερα καταλάβαμε πως ο γεωργός ξεκινάει έναν σκληρό αγώνα στην τύχη, ξέροντας πως έχει να παλέψει με απροσδιόριστους αλλά και ακατανίκητους κινδύνους. Αν οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές θα νιώσει τη χαρά της καλής σοδειάς. Αν όμως χιόνια, χαλάζια κι άσχημοι καιροί αφανίσουν την καλλιέργειά του, τότε θα μείνει με σταυρωμένα χέρια. Γι’ αυτό ο γεωργός από την αρχή μέχρι το τέλος προσεύχεται με διάφορους τρόπους, να βάλει ο Θεός το χέρι του να διώξει το κακό.
Αυτά για εμάς εκείνα τα χρόνια ήταν ακατανόητα। Πού να φανταστούμε πως αυτό το μήνα της σποράς, η ενέργεια της μάνας στη βρύση ήταν μια προσευχή να ευλογήσει ο Θεός όλους τους σπόρους; Εμείς δε σκεφτόμαστε τίποτε άλλο τότε, παρά μόνο περιμέναμε με λαχτάρα πότε θα έρθει η γιορτή της Πολυσπορίτισσας για να φάμε τα νόστιμα πολυσπόρια!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΣΤΡΑΒΟΔΗΜΟΣ